ὅμαιμοι

ὅμαιμοι
ὅμαιμος
of the same blood
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιματαδελφοί — οι όμαιμοι* αδελφοί, από την ίδια μητέρα σε διάκριση από τους ομογάλακτους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + αδελφός η λ. αιματαδελφοί πλάστηκε από τον Γ. Βιζυηνό ως απόδοση τού τουρκ. «καν καρντάσηδες»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”